ντελικάτος

ντελικάτος
-η, -ο
(λ.λατ.)
1. λεπτοκαμωμένος, ευγενικός στους τρόπους: Ντελικάτο παιδί.
2. ο όχι μεγάλης αντοχής, ο αδύνατος, ο ευαίσθητος: Ντελικάτο αυτοκίνητο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ντελικάτος — η, ο (Μ ντελικάτος και δελικάτος και διλικάτος η, ον) νεοελλ. 1. λεπτός στην κατασκευή ή στους τρόπους, λεπτοκαμωμένος, λεπτοφυής, ευγενικός, αβρός 2. ευπαθής, φιλάσθενος μσν. (για τρόφιμα) νόστιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. delicato «αβρός, κομψός»… …   Dictionary of Greek

  • δαντελένιος, -ια, -ιο — 1. φτιαγμένος από δαντέλα ή στολισμένος με δαντέλα: Δαντελένιο τραπεζομάντιλο. 2. πολύ λεπτός, ντελικάτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”