- ντελικάτος
- -η, -ο(λ.λατ.)1. λεπτοκαμωμένος, ευγενικός στους τρόπους: Ντελικάτο παιδί.2. ο όχι μεγάλης αντοχής, ο αδύνατος, ο ευαίσθητος: Ντελικάτο αυτοκίνητο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.